- έφαβος
- ἔφαβος, ὁ (Α)δωρ. τ., βλ. έφηβος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐφάβω — ἔφαβος masc nom/voc/acc dual ἔφαβος masc gen sg (doric aeolic) ἐφά̱βω , ἔφηβος one arrived at adolescence masc nom/voc/acc dual (doric) ἐφά̱βω , ἔφηβος one arrived at adolescence masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔφαβον — ἔφαβος masc acc sg ἔφᾱβον , ἔφηβος one arrived at adolescence masc acc sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έφηβος — ο, η (ΑΜ ἔφηβος, ὁ, Α δωρ. τ. ἔφαβος) αυτός (ή αυτή) που βρίσκεται στην εφηβική ηλικία, στην ήβη (περίπου από 18 μέχρι 21 ετών), ο νέος (ή η νέα) («ἐπιμελεῑσθαι τῶν ἐφήβων», Αριστοτ.) αρχ. 1. φρ. «εἰς τοὺς ἐφήβους ἐγγραφῆναι» να γραφούν στα… … Dictionary of Greek
εφαβικός — ἐφαβικός, ή, ὸν (Α) [έφαβος] δωρ. τ., βλ. εφηβικός … Dictionary of Greek